- κροκωτίδιον
- κροκ-ωτίδιον, τό, Dim. ofA
κροκωτός 2
, Ar.Lys.47, Ec.332.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκωτός 2
, Ar.Lys.47, Ec.332.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκωτίδιον — κροκωτίδιον, τὸ (Α) [κροκωτός] μικρός κίτρινος χιτώνας («τα κροκωτίδια και τά μύρα», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κροκωτίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτίδια — κροκωτίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκώτιον — κροκώτιον, τὸ (Α) [κροκωτός] κροκωτίδιον … Dictionary of Greek